- νατριοπενία
- ηιατρ. κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν έχει αρκετό νάτριο, στοιχείο που, μαζί με το χλώριο και το διττανθρακικό ιόν, διατηρεί την ισορροπία θετικών και αρνητικών ιόντων στα υγρά και στους ιστούς τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.